Greek Meaning of conducing (to)

ευνοϊκός (προς)

Other Greek words related to ευνοϊκός (προς)

Definitions and Meaning of conducing (to) in English

conducing (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word conducing (to)

ευνοϊκός (προς)

προκαλώντας,συνεισφέροντας (σε),αντλώντας από,που προκύπτει σε,μεταφράζοντας (σε),αναπαραγωγή,φέρνοντας,προκαλώντας,υπισχνόμενος,κάνει

Ελεγχόμενος,εμποδίζοντας,περιοριστικός,περιοριστικός,Κατεβάζω,συναρπαστικός,έλεγχος,συντριπτικός,κράσπεδο,απόσβεση

conduces (to) => Οδηγεί σε, conduced (to) => οδήγησε σε, conduce (to) => οδηγεί σε, condos => διαμερίσματα, condoning => ανεκτικότητα,