Greek Meaning of generating
δημιουργώντας
Other Greek words related to δημιουργώντας
- φέρνοντας
- προκαλώντας
- κάνει
- Υποδεικνύωντας
- Δημιουργώντας
- παραγωγική
- γέννα
- αποτελεσματικός
- πραγματοποιούντας
- γεννώντας
- επαγωγική
- επικαλούμενο
- κατασκευή
- λειτουργική
- υποχωρητικός
- προκαλώντας
- καταλυτικός
- που προκαλεί
- προώθηση
- που προκύπτει σε
- μεταφράζοντας (σε)
- προελαύνοντας
- γέννηση
- αρχή
- αναπαραγωγή
- αποφασίζοντας
- υπισχνόμενος
- υπό ανάπτυξη
- ψήφιση
- ενθαρρυντικός
- ίδρυση
- προώθηση
- καλλιέργεια
- ιδρυτικός
- περαιτέρω
- εγκαινιάζοντας
- έναρξη
- καινοτόμος
- Εγκαθιδρύοντας
- εισαγωγή
- εκκίνηση
- θρεπτικός
- προκαλώντας
- Πρωτοποριακός
- απόδοση
- ρύθμιση
- αρχή
- φέρνοντας μπροστά
- φέρνοντας
- ευνοϊκός (προς)
- συνεισφέροντας (σε)
- Καλλιεργώ
- αντλώντας από
- ρύθμιση
- έλεγχος
- Ελεγχόμενος
- συντριπτικός
- εμποδίζοντας
- περιοριστικός
- περιοριστικός
- κατασταλτικός
- συναρπαστικός
- κράσπεδο
- απόσβεση
- Καταστροφικός
- ανασταλτικός
- ακύρωση
- καταστολή
- καταπιεστικός
- συγκρατημένος
- Καθυστερημένος
- ασφυκτικός
- αποπνικτικός
- Κατεβάζω
- σύνθλιψη
- καταπιεστικός
- δαμάζοντας
- κατάργηση
- κονσερβοποίηση
- κατεδάφιση
- κατάσβεση
- εκκαθάριση
- σκλήρυνση
- (καταπνίγω)
- καταστολή (σε)
- περιορισμός (σε)
- σβήσιμο
- καταπραϋντικό
Nearest Words of generating
- generated => παραχθεί
- generate => παράγω
- generant => γενναιόδωρος
- generalty => γενικά
- generalship => στρατηγικό αξίωμα
- general-purpose bomb => Βόμβα γενικής χρήσης
- general-purpose => γενικού σκοπού
- generalness => Γενικότητα
- generally accepted accounting principles => γενικές αποδεκτές λογιστικές αρχές
- generally => γενικά
Definitions and Meaning of generating in English
generating (p. pr. & vb. n.)
of Generate
FAQs About the word generating
δημιουργώντας
of Generate
φέρνοντας,προκαλώντας,κάνει,Υποδεικνύωντας,Δημιουργώντας,παραγωγική,γέννα,αποτελεσματικός,πραγματοποιούντας,γεννώντας
έλεγχος,Ελεγχόμενος,συντριπτικός,εμποδίζοντας,περιοριστικός,περιοριστικός,κατασταλτικός,συναρπαστικός,κράσπεδο,απόσβεση
generated => παραχθεί, generate => παράγω, generant => γενναιόδωρος, generalty => γενικά, generalship => στρατηγικό αξίωμα,