Greek Meaning of invoking
επικαλούμενο
Other Greek words related to επικαλούμενο
- φέρνοντας
- προκαλώντας
- κάνει
- δημιουργώντας
- Υποδεικνύωντας
- Δημιουργώντας
- παραγωγική
- γέννα
- γέννηση
- αποτελεσματικός
- πραγματοποιούντας
- γεννώντας
- επαγωγική
- εισαγωγή
- κατασκευή
- προκαλώντας
- λειτουργική
- υποχωρητικός
- προκαλώντας
- καταλυτικός
- αντλώντας από
- που προκαλεί
- που προκύπτει σε
- μεταφράζοντας (σε)
- προελαύνοντας
- αρχή
- αναπαραγωγή
- αποφασίζοντας
- υπισχνόμενος
- υπό ανάπτυξη
- ψήφιση
- ενθαρρυντικός
- ίδρυση
- Πατρότητα
- προώθηση
- καλλιέργεια
- ιδρυτικός
- περαιτέρω
- εγκαινιάζοντας
- έναρξη
- καινοτόμος
- Εγκαθιδρύοντας
- εκκίνηση
- θρεπτικός
- Πρωτοποριακός
- απόδοση
- ρύθμιση
- αρχή
- φέρνοντας μπροστά
- φέρνοντας
- ευνοϊκός (προς)
- συνεισφέροντας (σε)
- Καλλιεργώ
- προώθηση
- ρύθμιση
- Ελεγχόμενος
- συντριπτικός
- εμποδίζοντας
- περιοριστικός
- περιοριστικός
- κατασταλτικός
- κατάργηση
- συναρπαστικός
- έλεγχος
- κράσπεδο
- απόσβεση
- Καταστροφικός
- ανασταλτικός
- ακύρωση
- καταστολή
- καταπιεστικός
- συγκρατημένος
- Καθυστερημένος
- ασφυκτικός
- αποπνικτικός
- Κατεβάζω
- σύνθλιψη
- καταπιεστικός
- δαμάζοντας
- κονσερβοποίηση
- κατεδάφιση
- κατάσβεση
- εκκαθάριση
- σκλήρυνση
- (καταπνίγω)
- καταστολή (σε)
- περιορισμός (σε)
- καταπραϋντικό
Nearest Words of invoking
Definitions and Meaning of invoking in English
invoking (p. pr. & vb. n.)
of Invoke
FAQs About the word invoking
επικαλούμενο
of Invoke
φέρνοντας,προκαλώντας,κάνει,δημιουργώντας,Υποδεικνύωντας,Δημιουργώντας,παραγωγική,γέννα,γέννηση,αποτελεσματικός
Ελεγχόμενος,συντριπτικός,εμποδίζοντας,περιοριστικός,περιοριστικός,κατασταλτικός,κατάργηση,συναρπαστικός,έλεγχος,κράσπεδο
invoked => επικαλέστηκε, invoke => επικαλούμαι, invoicing => τιμολόγηση, invoiced => Τιμολογημένο, invoice => τιμολόγιο,