Greek Meaning of initiating
έναρξη
Other Greek words related to έναρξη
- ίδρυση
- ιδρυτικός
- Εγκαθιδρύοντας
- εισαγωγή
- εκκίνηση
- Πρωτοποριακός
- Δημιουργώντας
- αρχή
- υπό ανάπτυξη
- εγκαινιάζοντας
- καινοτόμος
- οργάνωση
- προερχόμενος
- φύτευση
- αρχή
- συγκροτούν
- κατασκευή
- διάταξη
- σχεδίαση
- ενδοση
- διευρύνων
- επεκτεινόμενος
- κατασκευή
- Πατρότητα
- χρηματοδότηση
- χρηματοδότηση
- εφεύρεση
- Μακιγιάζ
- κατασκευή
- συγγραφή
- συλλαμβάνω
- παρασκευάζω
- επινοώντας
- μαγείρεμα
- παραγωγική
- επανεκκίνηση
- ρύθμιση
- επιδοτώ
- σκέψη (πάνω)
Nearest Words of initiating
Definitions and Meaning of initiating in English
initiating (p. pr. & vb. n.)
of Initiate
FAQs About the word initiating
έναρξη
of Initiate
ίδρυση,ιδρυτικός,Εγκαθιδρύοντας,εισαγωγή,εκκίνηση,Πρωτοποριακός,Δημιουργώντας,αρχή,υπό ανάπτυξη,εγκαινιάζοντας
κατάργηση,τέλος,φινίρισμα,στάση,καταληκτικός,κλείσιμο (κλείσιμο),σταδιακή κατάργηση,κλείνοντας (πάνω),εξολοθρευτικός,ακύρωση
initiated => αρχισμένος, initiate => αρχίζω, initially => αρχικά, initialize => αρχικοποιώ, initialization => αρχικοποίηση,