Greek Meaning of endowing

ενδοση

Other Greek words related to ενδοση

Definitions and Meaning of endowing in English

Webster

endowing (p. pr. & vb. n.)

of Endow

FAQs About the word endowing

ενδοση

of Endow

ευλογία,εξοπλισμός,Δώρο,απονέμοντας,Ενδυνάμωση,διαρκής,ευνοϊκός,παραχώρηση,επαγωγική,επενδύσεις

αποεπένδυση,αποστράγγιση,απόσυρση,εξαντλητικό,στέρηση ιδιοκτησίας,εξαντλητικός,οικονομία,φειδωλός

endower => δωρητής, endowed => χαρισματικός, endow => δωρεά, endovenous => ενδοφλέβια, endotracheal tube => Ενδοτραχειακός σωλήνας,