Greek Meaning of favoring
ευνοϊκός
Other Greek words related to ευνοϊκός
- ενοχλητικός
- επιβαρυντικός
- περιοριστική
- εγκατάλειψη
- απογοητευτικός
- ανησυχητικό
- επιβαρυντικός
- αποτυχημένος
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- αντίθετος
- συγκρατημένος
- σέλωμα
- ανησυχητικό
- ζύγισμα
- ενοχλητικός
- αγενής
- εμποδίζοντας
- Κούτσαινε
- ενοχλητικός
- απογοητεύω
- ματαιώνοντας
- συγκράτηση
- ενοχλητικός
- σαμποτάροντας
- απογοητευτικός
- εμποδίζω
Nearest Words of favoring
Definitions and Meaning of favoring in English
favoring (p. pr. & vb. n.)
of Favor
favoring (a.)
That favors.
FAQs About the word favoring
ευνοϊκός
of Favor, That favors.
φιλόξενος,ηρεμιστικό,βοήθεια,απολαυστικός,βοηθητικός,επιδοθή,προθυμος,ευχάριστος,ικανοποιητικό,βοήθεια
ενοχλητικός,επιβαρυντικός,περιοριστική,εγκατάλειψη,απογοητευτικός,ανησυχητικό,επιβαρυντικός,αποτυχημένος,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας
favoress => χάρη, favorer => ευνοώ, favoredness => ευνοιοκρατία, favoredly => ευνοϊκά, favored => ευνοϊκός,