FAQs About the word weighing

ζύγισμα

careful considerationof Weigh, a. & n. from Weigh, v.

μέτρηση,εισαγωγή,επιδραστικός,σημαντικό,έννοια,επηρεάζοντας,Φέρουσα ικανότητα,σχετικά,Κόψιμο του πάγου,σημαντική

αγνοώντας,αγνοώντας,θέα,απορρίπτω,Απορριπτικός,υποτιμητικό,υποτιμάω,κακάω

weigh-houses => ζυγοί, weigh-house => σταθμός ζύγισης, weigher => ζυγαριά, weighed down => βαρύ, weighed => ζυγισμένο,