Greek Meaning of weighing
ζύγισμα
Other Greek words related to ζύγισμα
Nearest Words of weighing
Definitions and Meaning of weighing in English
weighing (n)
careful consideration
weighing (p. pr. & vb. n.)
of Weigh
weighing ()
a. & n. from Weigh, v.
FAQs About the word weighing
ζύγισμα
careful considerationof Weigh, a. & n. from Weigh, v.
μέτρηση,εισαγωγή,επιδραστικός,σημαντικό,έννοια,επηρεάζοντας,Φέρουσα ικανότητα,σχετικά,Κόψιμο του πάγου,σημαντική
αγνοώντας,αγνοώντας,θέα,απορρίπτω,Απορριπτικός,υποτιμητικό,υποτιμάω,κακάω
weigh-houses => ζυγοί, weigh-house => σταθμός ζύγισης, weigher => ζυγαριά, weighed down => βαρύ, weighed => ζυγισμένο,