Greek Meaning of weighable
σταθμίσιμος
Other Greek words related to σταθμίσιμος
Nearest Words of weighable
Definitions and Meaning of weighable in English
weighable (a.)
Capable of being weighed.
FAQs About the word weighable
σταθμίσιμος
Capable of being weighed.
ερώτηση,μέση τιμή,επηρεάζω,Αντέχω βάρος,μετρώ,κόβω πάγο,εισαγωγή,επιρροή,δηλώνω,προσθέτω (σε)
αδιαφορία,παραβλέπω,ελαφρύ,απολύω,απορρίπτω,κακά,υποτιμώ
weigh the anchor => βαραίνω την άγκυρα, weigh on => βαραίνει, weigh down => βαραίνει, weigh anchor => Να σηκώσω την άγκυρα, weigh => ζυγίζω,