FAQs About the word weighable

σταθμίσιμος

Capable of being weighed.

ερώτηση,μέση τιμή,επηρεάζω,Αντέχω βάρος,μετρώ,κόβω πάγο,εισαγωγή,επιρροή,δηλώνω,προσθέτω (σε)

αδιαφορία,παραβλέπω,ελαφρύ,απολύω,απορρίπτω,κακά,υποτιμώ

weigh the anchor => βαραίνω την άγκυρα, weigh on => βαραίνει, weigh down => βαραίνει, weigh anchor => Να σηκώσω την άγκυρα, weigh => ζυγίζω,