FAQs About the word weigh anchor

Να σηκώσω την άγκυρα

heave up an anchor in preparation for sailing

επιβιβάζομαι

παραλία,γη,βάλω μέσα,άγκυρα,αποβιβάζομαι,αποβιβάζω,αποβάθρα

weigh => ζυγίζω, weigelia => Βαιγέλια (Vaigélia), weigela florida => Βαιγκέλια η άνθηρη, weigela => Βιγέλια, wei dynasty => Δυναστεία Ουέι,