Greek Meaning of weigh down

βαραίνει

Other Greek words related to βαραίνει

Definitions and Meaning of weigh down in English

Wordnet

weigh down (v)

be oppressive or disheartening to

exert a force with a heavy weight

FAQs About the word weigh down

βαραίνει

be oppressive or disheartening to, exert a force with a heavy weight

Βάρος,καταθλίβω,κατεβαίνω,καταπιέζω,Βασανιστήρια,πρόβλημα,ανησυχία,(κατεδαφίζω),ασθένεια,ενοχλώ

κινούμενη εικόνα,διαβεβαιώ,φωτίζω,Σημαδούρα,Άνεση,Κονσόλα,ζωντανεύω,Διέγερση,ευφραίνω,Εμπνέω

weigh anchor => Να σηκώσω την άγκυρα, weigh => ζυγίζω, weigelia => Βαιγέλια (Vaigélia), weigela florida => Βαιγκέλια η άνθηρη, weigela => Βιγέλια,