Greek Meaning of perturb
Διαταράσσω
Other Greek words related to Διαταράσσω
- αναταράζω
- συναγερμός
- ενοχλώ
- ανησυχία
- Αποσπάω
- ενοχλώ
- αναστατώνω
- ανησυχία
- επιδεινώνω
- ασθένεια
- οργή
- ενοχλώ
- συγχέω
- εκτροχιάζω
- δυσφορία
- ταράζω
- Απογοήτευση
- ανησυχία
- δυσφορία
- εκνευρίζω
- ερεθίζω
- άσκηση
- Τρελαίνομαι
- στοιχειώνω
- ερεθίζω
- πανούκλα
- κουδουνίστρα
- αναίρεση
- βγάζω από τις άρρηκτες
- αναστατωμένος
- ντροπιάζω
- ξυπνητήρι
- βασανίζω
- Σφάλμα
- τρίβω
- σπρώχνω
- κυνηγώ
- Μπερδεύω
- εκφοβίζω
- απογοήτευω
- απογοητεύω
- αμηχανία
- αποθαρρύνω
- αποθαρρύνω
- Αποθαρρύνω
- αποθαρρύνω
- τσίμπαρο
- φάση
- Μπόρα
- ταραχή
- εξαντλώ
- τάστα
- φασαρία
- χολή
- πάρει
- Σχάρα
- Παρακώλυση
- Χάρι
- ερεθίζω
- Γυάλα
- ταπεινώνω
- τσουκνίδα
- μπερδεύω
- εκνευρισμός
- ενοχλώ
- εκνευρίζω
- αναβάλλω
- σβήνω
- εξοργίζω
- κλονισμός
- ανησυχώ
- ενοχλώ
- Χάγκριντ
- Με τρομάζεις
Nearest Words of perturb
Definitions and Meaning of perturb in English
perturb (v)
disturb in mind or make uneasy or cause to be worried or alarmed
disturb or interfere with the usual path of an electron or atom
cause a celestial body to deviate from a theoretically regular orbital motion, especially as a result of interposed or extraordinary gravitational pull
throw into great confusion or disorder
perturb (v. t.)
To disturb; to agitate; to vex; to trouble; to disquiet.
To disorder; to confuse.
FAQs About the word perturb
Διαταράσσω
disturb in mind or make uneasy or cause to be worried or alarmed, disturb or interfere with the usual path of an electron or atom, cause a celestial body to dev
αναταράζω,συναγερμός,ενοχλώ,ανησυχία,Αποσπάω,ενοχλώ,αναστατώνω,ανησυχία,επιδεινώνω,ασθένεια
καταπραΰνω,ανακουφίζω,Ήρεμος,συνθέτω,ήσυχος,εγκαθιστώ,,κατευνάζω,ανακουφίζω,συμφιλιώνω
pertransient => Παροδικός, pertness => θράσος, pertly => θρασύτατα, pertinently => συναφώς, pertinent => σχετικός,