Greek Meaning of aggravate
επιδεινώνω
Other Greek words related to επιδεινώνω
- ενοχλώ
- ενοχλώ
- Σφάλμα
- ερεθίζω
- διώκω
- οργή
- τρίβω
- τρώω
- ερεθίζω
- Παγωμένος
- πάρει
- φτάνω
- Σχάρα
- παράπονο
- εξοργίζω
- προσβολή
- ερεθίζω
- Φαγούρα
- εκνευρίζω
- πανούκλα
- προκαλώ
- σβήνω
- εξοργίζω
- Ρούχο
- Κακία
- πειράζω
- ενοχλώ
- Φοράω
- ανησυχία
- καίω
- κόβω (off)
- προσβολή
- αναταράζω
- εχθρεύω
- ασβός
- Δόλωμα
- διάβολος
- δυσφορία
- ταράζω
- ανησυχία
- δυσφορία
- εξοργίζει
- άσκηση
- τάστα
- χολή
- Παρακώλυση
- Χάρι
- φασαρία
- ενοχλώ
- φλεγμόνω
- Μάντεν
- γκρινιάζω
- καναγιαδόρος
- τσουκνίδα
- προσβάλλω
- Εξοργισμός
- εκνευρισμός
- Διαταράσσω
- ενοχλώ
- ερεθίζω
- τρίφτης
- ανακατεύω
- ξυπνήσω
- αναίρεση
- βγάζω από τις άρρηκτες
- αναστατώνω
- αναστατωμένος
- Αναφλέγω
- Ενοχλώ κάποιον
- ενοχλώ κάποιον
- Τρίψτε με λάθος τρόπο
- Τρίβω τα δόντια μου
- πειράζει κάποιον
Nearest Words of aggravate
- aggravated => επιβαρυντική
- aggravated assault => βαριά σωματική βλάβη
- aggravating => επιδεινούμενος
- aggravatingly => Με ενοχλητικό τρόπο
- aggravation => επιδείνωση
- aggravative => επιβαρυντικός
- aggravator => επιδεινώνοντα περίσταση
- aggregate => σύνολο
- aggregate fruit => Συγκάρπιο.
- aggregated => Συνενωμένος
Definitions and Meaning of aggravate in English
aggravate (v)
make worse
exasperate or irritate
aggravate (v. t.)
To make heavy or heavier; to add to; to increase.
To make worse, or more severe; to render less tolerable or less excusable; to make more offensive; to enhance; to intensify.
To give coloring to in description; to exaggerate; as, to aggravate circumstances.
To exasperate; to provoke; to irritate.
FAQs About the word aggravate
επιδεινώνω
make worse, exasperate or irritateTo make heavy or heavier; to add to; to increase., To make worse, or more severe; to render less tolerable or less excusable;
ενοχλώ,ενοχλώ,Σφάλμα,ερεθίζω,διώκω,οργή,τρίβω,τρώω,ερεθίζω,Παγωμένος
κατευνάζω,συμφιλιώνω,ευχαρίστηση,ικανοποιώ,εξευμενίζω,υποχρεώνω,κατευνάζω,κατευνάζω,παρακαλω,ικανοποιώ
aggrate => επιδεινώνω, aggrandizing => υπερβολικός, aggrandizer => μεγεθυντής, aggrandizement => μεγέθυνση, aggrandized => μεγαλοποιημένος,