Greek Meaning of infuriate
εξοργίζω
Other Greek words related to εξοργίζω
- οργή
- ενοχλώ
- εξοργίζει
- ερεθίζω
- Εξοργισμός
- επιδεινώνω
- ερεθίζω
- φλεγμόνω
- οργή
- τρελός
- Μάντεν
- προσβάλλω
- προκαλώ
- ερεθίζω
- εξοργίζω
- ανακατεύω
- Αναφλέγω
- αχνίζω
- προσβολή
- εχθρεύω
- σταυρός
- πικραίνω
- πάρει
- φου
- Λιβάνι
- εκνευρισμένος
- τσουκνίδα
- εκνευρισμός
- εκνευρίζω
- σβήνω
- Ρούχο
- σημειώνω
- ενοχλώ
- καίω
- ενοχλώ κάποιον
- Τρίψτε με λάθος τρόπο
Nearest Words of infuriate
Definitions and Meaning of infuriate in English
infuriate (v)
make furious
infuriate (v. t.)
Enraged; rading; furiously angry; infuriated.
To render furious; to enrage; to exasperate.
FAQs About the word infuriate
εξοργίζω
make furiousEnraged; rading; furiously angry; infuriated., To render furious; to enrage; to exasperate.
οργή,ενοχλώ,εξοργίζει,ερεθίζω,Εξοργισμός,επιδεινώνω,ερεθίζω,φλεγμόνω,οργή,τρελός
καταπραΰνω,ανακουφίζω,ευχαρίστηση,ικανοποιώ,παρακαλω,ανακουφίζω,,κατευνάζω,Ήρεμος,Άνεση
infurcation => Διακλάδωση, infuneral => μοιρολογίστρια, infundibulums => χωνιά, infundibulum => χοάνη, infundibuliform => Χωνοειδής,