Greek Meaning of ire
οργή
Other Greek words related to οργή
- οργή
- θυμός
- αγανάκτηση
- Εξοργισμός
- οργή
- οργή
- Ενόχληση
- πικρία
- χολή
- περιφρόνηση
- Εκνευρισμός
- οργή
- Εχθρότητα
- ευερεθιστότητα
- ερεθισμός
- ζηλοτυπία
- τρελός
- Τρέλα
- διάθεση
- Μνησικακία
- σπλήνας
- αργή καύση
- οργή
- οξύτητα
- επιδείνωση
- Θυμός
- εχθρότητα
- ανταγωνισμός
- Αντιπάθεια
- πολεμικότητα
- Χολή
- χοληδόχος
- βούρτσα
- έκρηξη
- πολεμικότητα
- αντίθεση
- ευερεθιστότητα
- Πιτυρίδα
- Μνησικακία
- Πικρία
- έχθρα
- φθόνος
- φωτοβολίδα
- μνησικακία
- θερμότητα
- φου
- ευερεθιστότητα
- Υπόσταση
- Ξανθόχρους
- κακεντρέχεια
- κακία
- έκρηξη
- Κατοικίδιο
- εκνευρίζω
- μαχητικότητα
- φιλονικία
- γκρίνια
- μνησικακία
- Κακία
- ταμπεραμέντο
- εκδίκηση
- Φαρμάκι
- εκνευρισμός
- εκδικητικότητα
- λοιμογόνος
- βιτριόλι
- θερμότητα
- οργή
- πολεμικότητα
Nearest Words of ire
- irately => με θυμό
- irate => οργισμένος
- irascible => ευέξαπτος
- irascibility => ευερεθιστότητα
- iraqi national congress => Ιρακινό Εθνικό Κογκρέσο
- iraqi mukhabarat => Ιρακινό Μουχαμπαράτ
- iraqi monetary unit => Νομισματική μονάδα του Ιράκ
- iraqi kurdistan => Ιρακινό Κουρδιστάν
- iraqi intelligence service => Ιρακινή υπηρεσία πληροφοριών
- iraqi dinar => Ιρακινό δηνάριο
Definitions and Meaning of ire in English
ire (n)
a strong emotion; a feeling that is oriented toward some real or supposed grievance
belligerence aroused by a real or supposed wrong (personified as one of the deadly sins)
ire (n.)
Anger; wrath.
FAQs About the word ire
οργή
a strong emotion; a feeling that is oriented toward some real or supposed grievance, belligerence aroused by a real or supposed wrong (personified as one of the
οργή,θυμός,αγανάκτηση,Εξοργισμός,οργή,οργή,Ενόχληση,πικρία,χολή,περιφρόνηση
ευχαρίστηση,ευχαρίστηση,υπομονή,ηρεμία,ανεκτικότητα
irately => με θυμό, irate => οργισμένος, irascible => ευέξαπτος, irascibility => ευερεθιστότητα, iraqi national congress => Ιρακινό Εθνικό Κογκρέσο,