Greek Meaning of crankiness

ευερεθιστότητα

Other Greek words related to ευερεθιστότητα

Definitions and Meaning of crankiness in English

Wordnet

crankiness (n)

a fussy and eccentric disposition

FAQs About the word crankiness

ευερεθιστότητα

a fussy and eccentric disposition

ευερεθιστότητα,ευερεθιστότητα,επιθετικότητα,επιθετικότητα,οργή,χοληδόχος,χολή,κακοκεφιά,εκκεντρικότητα,Εκνευρισμός

φιλικότητα,εγκάρδιος,ανεκτικότητα,φιλικότητα,ιδιοφυΐα,μακρόθυμος,υπομονή,κοινωνικότητα,ανεκτικότητα,κατανόηση

crankcase => στροφαλοθάλαμος, crank up => ανεβάστε, crank out => παράγω, crank letter => Γράμμα, crank handle => μανιβέλα,