Greek Meaning of perverseness
διαστροφή
Other Greek words related to διαστροφή
- επιθετικότητα
- ευερεθιστότητα
- ευερεθιστότητα
- διαστροφή
- επιθετικότητα
- οργή
- χοληδόχος
- χολή
- ευερεθιστότητα
- κακοκεφιά
- εκκεντρικότητα
- δυσάρεστος
- Εκνευρισμός
- θυμός
- γκρίνια
- Εχθρότητα
- οργή
- αγανάκτηση
- ευερεθιστότητα
- ευερεθιστότητα
- κακοχουμία
- γκρίνια
- οργή
- αγένεια
- ευαισθησία
- ευερεθιστότητα
- οργή
- Κακοχυμία
- σφηκοφιλία
- εχθρότητα
- ανταγωνισμός
- Αντιπάθεια
- πολεμοχαρής
- πολεμικότητα
- πολεμικότητα
- μαχητικότητα
- πολεμικότητα
- αντίθεση
- Δυσπεψία
- αγριότητα
- μάχη
- νευρικότητα
- φασαρία
- γκρίνια
- υπερευαισθησία
- πάθος
- μαχητικότητα
- φιλονικία
- γκρίνια
- μνησικακία
- Ἀϕιλοκέρδεια
- σπλήνας
- κατσούφιασμα
- κακοκεφιά
- ευαισθησία
- αγριότητα
- σκληρότητα
- Εχθρότητα
- κακομοιριά
- τραγανότητα
- γκρινιάρικο
- φιλονικία
- Ζωντάνια
- οξύτητα
- πολεμικότητα
- υπερευαισθησία
Nearest Words of perverseness
Definitions and Meaning of perverseness in English
perverseness (n)
deliberate and stubborn unruliness and resistance to guidance or discipline
deliberately deviating from what is good
perverseness (n.)
The quality or state of being perverse.
FAQs About the word perverseness
διαστροφή
deliberate and stubborn unruliness and resistance to guidance or discipline, deliberately deviating from what is goodThe quality or state of being perverse.
επιθετικότητα,ευερεθιστότητα,ευερεθιστότητα,διαστροφή,επιθετικότητα,οργή,χοληδόχος,χολή,ευερεθιστότητα,κακοκεφιά
φιλικότητα,εγκάρδιος,ανεκτικότητα,φιλικότητα,ιδιοφυΐα,μακρόθυμος,υπομονή,κοινωνικότητα,ανεκτικότητα,κατανόηση
perversely => διεστραμμένα, perversedly => διαστροφικά, perversed => διεστραμμένος, perverse => διεστραμμένος, pervasiveness => διάχυτο,