Greek Meaning of truculence

αγριότητα

Other Greek words related to αγριότητα

Definitions and Meaning of truculence in English

Wordnet

truculence (n)

obstreperous and defiant aggressiveness

Webster

truculence (n.)

Alt. of Truculency

FAQs About the word truculence

αγριότητα

obstreperous and defiant aggressivenessAlt. of Truculency

επιθετικότητα,επιθετικότητα,πρόκληση,Εχθρότητα,πολεμοχαρής,πολεμικότητα,πολεμικότητα,μαχητικότητα,πολεμικότητα,μάχη

φιλικότητα,φιλικότητα,ευσπλαγχνία,εγκάρδιος,φιλικότητα,ιδιοφυΐα,ευγένεια,χάρη,Μη επιθετικότητα,ειρηνισμός

truckmen => οδηγοί φορτηγών, truckman => οδηγός φορτηγού, truckling => υποτακτικός, truckler => κόλακας, truckled => έσκυψε,