Greek Meaning of assaultiveness

επιθετικότητα

Other Greek words related to επιθετικότητα

Definitions and Meaning of assaultiveness in English

assaultiveness

of, relating to, or tending toward assault, having an intense or abrasive effect on the senses or emotions

FAQs About the word assaultiveness

επιθετικότητα

of, relating to, or tending toward assault, having an intense or abrasive effect on the senses or emotions

επιθετικότητα,επιθετικότητα,μάχη,Εχθρότητα,φιλονικία,φιλονικία,πολεμοχαρής,πολεμικότητα,πολεμικότητα,μαχητικότητα

ευσπλαγχνία,φιλικότητα,ευγένεια,Μη επιθετικότητα,ειρηνισμός,κοινωνικότητα,αντιμιλιταρισμός,φιλικότητα,φιλικότητα,Αντι-ιμπεριαλισμός

assault boat => Σκάφος εφόδου, assailants => επιτιθέμενοι, asps => ασπίδες, asphyxiates => ασφυκτιούνται, asphalt jungles => Ασφαλτόζουγκλες,