Greek Meaning of militarism
στρατιωτισμός
Other Greek words related to στρατιωτισμός
- επιθετικότητα
- επιθετικότητα
- πρόκληση
- Αυτοκρατορία
- σωβινισμός
- επιθετικότητα
- πολεμοχαρής
- πολεμικότητα
- πολεμικότητα
- μαχητικότητα
- πολεμικότητα
- Εχθρότητα
- μαχητικότητα
- Μαχητικότητα
- μαχητικότητα
- ανταγωνισμός
- φιλονικία
- Ζωντάνια
- αγριότητα
- μάχη
- Υπερ-επιθετικότητα
- μαχητικότητα
- φιλονικία
- Ἀϕιλοκέρδεια
- αγριότητα
- Εχθρότητα
Nearest Words of militarism
- militarist => στρατιωτικός
- militaristic => μιλιταριστικός
- militarization => Στρατικοποίηση
- militarize => στρατιωτικοποιώ
- militarized => στρατιωτικοποιημένο
- military => Στρατιωτικός
- military academy => Στρατιωτική ακαδημία
- military action => Στρατιωτική δράση
- military adviser => Στρατιωτικός σύμβουλος
- military advisor => στρατιωτικός σύμβουλος
Definitions and Meaning of militarism in English
militarism (n)
a political orientation of a people or a government to maintain a strong military force and to be prepared to use it aggressively to defend or promote national interests
militarism (n.)
A military state or condition; reliance on military force in administering government; a military system.
The spirit and traditions of military life.
FAQs About the word militarism
στρατιωτισμός
a political orientation of a people or a government to maintain a strong military force and to be prepared to use it aggressively to defend or promote national
επιθετικότητα,επιθετικότητα,πρόκληση,Αυτοκρατορία,σωβινισμός,επιθετικότητα,πολεμοχαρής,πολεμικότητα,πολεμικότητα,μαχητικότητα
φιλικότητα,φιλικότητα,αντιμιλιταρισμός,ευσπλαγχνία,εγκάρδιος,φιλικότητα,ιδιοφυΐα,ευγένεια,χάρη,Απόλαυση (apólafsi)
militarised => στρατιωτικοποιημένος, militarise => στρατιωτικοποιώ, militarisation => Στρατιωτικοποίηση, militarily => στρατιωτικά, militar => στρατιωτικός,