Greek Meaning of bellicosity

πολεμοχαρής

Other Greek words related to πολεμοχαρής

Definitions and Meaning of bellicosity in English

Wordnet

bellicosity (n)

a natural disposition to fight

FAQs About the word bellicosity

πολεμοχαρής

a natural disposition to fight

επιθετικότητα,επιθετικότητα,Εχθρότητα,πολεμικότητα,πολεμικότητα,μαχητικότητα,πολεμικότητα,πρόκληση,μάχη,μαχητικότητα

ευσπλαγχνία,εγκάρδιος,φιλικότητα,Μη επιθετικότητα,ειρηνισμός,κοινωνικότητα,φιλικότητα,φιλικότητα,φιλικότητα,Αντι-ιμπεριαλισμός

bellicoseness => πολεμοχαρής, bellicosely => εξεγερτικά, bellicose => πολεμοχαρής, bellical => πολεμικό, bellic => πολεμικός,