Greek Meaning of imperialism
Αυτοκρατορία
Other Greek words related to Αυτοκρατορία
- επιθετικότητα
- επιθετικότητα
- Εχθρότητα
- σωβινισμός
- στρατιωτισμός
- ανταγωνισμός
- πολεμοχαρής
- πολεμικότητα
- πολεμικότητα
- αγριότητα
- μάχη
- μαχητικότητα
- Μαχητικότητα
- μαχητικότητα
- Εχθρότητα
- επιθετικότητα
- Υπερ-επιθετικότητα
- Οξύτητα
- χοληδόχος
- Καπριτσιόζος
- μαχητικότητα
- πολεμικότητα
- ευερεθιστότητα
- κακοκεφιά
- πρόκληση
- δυσάρεστος
- Αχρειότητα
- νευρικότητα
- γκρίνια
- οργή
- ευερεθιστότητα
- ευερεθιστότητα
- ευερεθιστότητα
- γκρίνια
- ευερεθιστότητα
- κακοχουμία
- γκρίνια
- φιλονικία
- γκρίνια
- αγένεια
- Ἀϕιλοκέρδεια
- κακοκεφιά
- ευερεθιστότητα
- αγριότητα
- φιλονικία
- Ζωντάνια
- Κακοχυμία
- οξύτητα
- μαχητικότητα
- σφηκοφιλία
Nearest Words of imperialism
- imperial moth => Μάτι του παγώνιου
- imperial mammoth => Αυτοκρατορικό μαμούθ
- imperial japanese morning glory => Αυτοκρατορική ιαπωνική δόξα του πρωινού
- imperial gallon => Αυτοκρατορικό γαλόνι
- imperial elephant => Αυτοκρατορικός ελέφαντας
- imperial decree => Αυτοκρατορικό διάταγμα
- imperial capacity unit => Αυτοκρατορική μονάδα μέτρησης χωρητικότητας
- imperial beard => Αυτοκρατορικό γένι
- imperial => αυτοκρατορικός
- imperia => αυτοκρατορίες
Definitions and Meaning of imperialism in English
imperialism (n)
a policy of extending your rule over foreign countries
a political orientation that advocates imperial interests
any instance of aggressive extension of authority
imperialism (n.)
The power or character of an emperor; imperial authority; the spirit of empire.
The policy, practice, or advocacy of seeking, or acquiescing in, the extension of the control, dominion, or empire of a nation, as by the acquirement of new, esp. distant, territory or dependencies, or by the closer union of parts more or less independent of each other for operations of war, copyright, internal commerce, etc.
FAQs About the word imperialism
Αυτοκρατορία
a policy of extending your rule over foreign countries, a political orientation that advocates imperial interests, any instance of aggressive extension of autho
επιθετικότητα,επιθετικότητα,Εχθρότητα,σωβινισμός,στρατιωτισμός,ανταγωνισμός,πολεμοχαρής,πολεμικότητα,πολεμικότητα,αγριότητα
Αντι-ιμπεριαλισμός,ειρηνισμός,αντιεπιθετικότητα,αντιμιλιταρισμός,Μη επιθετικότητα
imperial moth => Μάτι του παγώνιου, imperial mammoth => Αυτοκρατορικό μαμούθ, imperial japanese morning glory => Αυτοκρατορική ιαπωνική δόξα του πρωινού, imperial gallon => Αυτοκρατορικό γαλόνι, imperial elephant => Αυτοκρατορικός ελέφαντας,