Greek Meaning of imperialist
ιμπεριαλιστής
Other Greek words related to ιμπεριαλιστής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of imperialist
- imperialism => Αυτοκρατορία
- imperial moth => Μάτι του παγώνιου
- imperial mammoth => Αυτοκρατορικό μαμούθ
- imperial japanese morning glory => Αυτοκρατορική ιαπωνική δόξα του πρωινού
- imperial gallon => Αυτοκρατορικό γαλόνι
- imperial elephant => Αυτοκρατορικός ελέφαντας
- imperial decree => Αυτοκρατορικό διάταγμα
- imperial capacity unit => Αυτοκρατορική μονάδα μέτρησης χωρητικότητας
- imperial beard => Αυτοκρατορικό γένι
- imperial => αυτοκρατορικός
- imperialistic => ιμπεριαλιστικός
- imperialities => ιμπεριαλισμοί
- imperiality => ιμπεριαλισμός
- imperialize => αυτοκρατοροποιώ
- imperialized => αυτοκρατορικοποιήθηκε
- imperializing => ιμπεριαλιστικός
- imperially => αυτοκρατορικά
- imperil => Επικίνδυνα
- imperiled => απειλούμενος
- imperiling => θέτοντας σε κίνδυνο
Definitions and Meaning of imperialist in English
imperialist (n)
a believer in imperialism
imperialist (a)
of or relating to imperialism
imperialist (n.)
One who serves an emperor; one who favors imperialism.
FAQs About the word imperialist
ιμπεριαλιστής
a believer in imperialism, of or relating to imperialismOne who serves an emperor; one who favors imperialism.
No synonyms found.
No antonyms found.
imperialism => Αυτοκρατορία, imperial moth => Μάτι του παγώνιου, imperial mammoth => Αυτοκρατορικό μαμούθ, imperial japanese morning glory => Αυτοκρατορική ιαπωνική δόξα του πρωινού, imperial gallon => Αυτοκρατορικό γαλόνι,