Greek Meaning of imperiling

θέτοντας σε κίνδυνο

Other Greek words related to θέτοντας σε κίνδυνο

Definitions and Meaning of imperiling in English

Webster

imperiling (p. pr. & vb. n.)

of Imperil

FAQs About the word imperiling

θέτοντας σε κίνδυνο

of Imperil

επιζήμιος,επικίνδυνο,επιβλαβής,καταστροφικός,επιβλαβής,μοιραίος,επιβλαβές,επικίνδυνος,επιζήμιος,θέτοντας σε κίνδυνο

ευνοϊκός,επωφελής,ευνοϊκή,φιλικός,καλός,χρήσιμος,αθώος,θετικός,ευνοϊκός,υποστηρικτικός

imperiled => απειλούμενος, imperil => Επικίνδυνα, imperially => αυτοκρατορικά, imperializing => ιμπεριαλιστικός, imperialized => αυτοκρατορικοποιήθηκε,