Greek Meaning of imperiousness

αυταρχικότητα

Other Greek words related to αυταρχικότητα

Definitions and Meaning of imperiousness in English

Wordnet

imperiousness (n)

the trait of being imperious and overbearing

FAQs About the word imperiousness

αυταρχικότητα

the trait of being imperious and overbearing

αλαζονεία,Υπεροχή,υπόθεση,στάση,θρασύτητα,συνέπεια,Περιφρόνηση,Αλαζονεία,ύψος,Ψηλός ίππος

ντροπαλότητα,Σωφροσύνη,δυσπιστία,Ταπεινότητα,σεμνότητα,δειλία,Δειλία,μετριοφροσύνη,ταπεινότητα,πράοτης

imperiousnes => αυταρχικός, imperiously => αυστηρά, imperious => αυταρχικός, imperilment => κίνδυνος, imperilling => διακινδύνευση,