Greek Meaning of authoritativeness

αυθεντικότητα

Other Greek words related to αυθεντικότητα

Definitions and Meaning of authoritativeness in English

authoritativeness

possessing recognized or evident authority, having, marked by, or proceeding from authority, having or coming from authority

FAQs About the word authoritativeness

αυθεντικότητα

possessing recognized or evident authority, having, marked by, or proceeding from authority, having or coming from authority

αλαζονεία,υπόθεση,στάση,θρασύτητα,,Περιφρόνηση,κυριαρχία,Αλαζονεία,ύψος,Αυτονομία

Ταπεινότητα,σεμνότητα,δειλία,μετριοφροσύνη,ντροπαλότητα,Σωφροσύνη,δυσπιστία,πράοτης,παθητικότητα,παθητικότητα

authoring => συγγραφή, authored => γραμμένο, authentications => ταυτοποιήσεις, authenticates => Επαληθεύει, auteurs => συγγραφείς,