Greek Meaning of vaingloriousness
ματαιοδοξία
Other Greek words related to ματαιοδοξία
- αυτοεκτίμηση
- αλαζονεία
- Εγώ
- υπερηφάνια
- υπερηφάνεια
- ματαιοδοξία
- διαβεβαίωση
- μεγαλοκέφαλος
- εφησυχασμός
- Αυταρέσκεια
- εγωισμός
- ματαιοδοξία
- εμπιστοσύνη
- περιφρόνηση
- εγωισμός
- αλαζονεία
- αλαζονεία
- αυτοθαυμασμός
- εγωισμός
- Αυτοπεποίθηση
- Αυτοεκτίμηση
- αυτοϊκανοποίηση
- Αυταρέσκεια
- Υπεροχή
- Περήφανη κεφαλή
- ματαιοδοξία
- ματαιοδοξία
- Αυτοαξίωση
- Αυτοδοξασία
- μεγαλομανία
- Εγωισμός
- Αλαζονεία
- ύβρις
- αυταρχικότητα
- μεγαλείο
- υπερβολική αυτοπεποίθηση
- υπόθεση
- Πρόφαση
- Αυτοβεβαίωση
- αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- Αυτοεκτίμηση
- Εγωισμός
- αυτοπεποίθηση
- αυτάρεσκος
- σνομπισμός
- υπεροψία
- αυτοσυγχαρητήρια
Nearest Words of vaingloriousness
Definitions and Meaning of vaingloriousness in English
vaingloriousness
marked by vainglory, being vain and boastful
FAQs About the word vaingloriousness
ματαιοδοξία
marked by vainglory, being vain and boastful
αυτοεκτίμηση,αλαζονεία,Εγώ,υπερηφάνια,υπερηφάνεια,ματαιοδοξία,διαβεβαίωση,μεγαλοκέφαλος,εφησυχασμός,Αυταρέσκεια
δυσπιστία,Ταπεινότητα,Ταπεινότητα,σεμνότητα,Αλτρουϊσμός,ντροπαλότητα,αυτοαμφιβολία,δειλία,Δειλία,Ανεγωισμός
vagrants => αλήτες, vagrancies => αλητεία, vagabonds => αλήτες, vagabonding => αλητεία, vacuuming => σκούπισμα,