Greek Meaning of confidence
εμπιστοσύνη
Other Greek words related to εμπιστοσύνη
- διαβεβαίωση
- Ψυχραιμία
- αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- Αυτοπεποίθηση
- Αυτοπεποίθηση
- ψυχραιμία
- Αλαζονεία
- Αυταρέσκεια
- Εγώ
- ύβρις
- υπερβολική αυτοπεποίθηση
- υπερηφάνια
- υπερηφάνεια
- Αυτοεκτίμηση
- Αυταρέσκεια
- ματαιοδοξία
- υπόθεση
- θρασύτητα
- ηρεμία
- εφησυχασμός
- εγωισμός
- ματαιοδοξία
- ψυχρότητα
- Εγωισμός
- εγωισμός
- ισηρεμία
- Αλαζονεία
- ύψος
- αυταρχικότητα
- εξύψωση
- μεγαλείο
- αυταρχικότητα
- αλαζονεία
- αλαζονεία
- αυτοθαυμασμός
- αυτοέπαινος
- εφησυχασμός
- εγωισμός
- Αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- ψυχραιμία
- αυτοϊκανοποίηση
- υπεροψία
- Υπεροχή
- ματαιοδοξία
- Αυτοαξίωση
- συνέπειες στον εαυτό
- ικανοποιημένος με τον εαυτό του
- Αυτοπεποίθηση
- αυτοεπιβεβαίωση
- αυτοπειθαρχία
- ματαιοδοξία
Nearest Words of confidence
- confidence game => Παιχνίδι εμπιστοσύνης
- confidence man => απατεώνας
- confidence trick => απάτη εμπιστοσύνης
- confident => σίγουρος
- confidential => εμπιστευτικός
- confidential adviser-advisee relation => Εμπιστευτικός σύμβουλος - σχέση συμβούλου-συμβουλευόμενου
- confidential information => εμπιστευτικές πληροφορίες
- confidentiality => εμπιστευτικότητα
- confidentially => Εμπιστευτικά
- confidently => με αυτοπεποίθηση
Definitions and Meaning of confidence in English
confidence (n)
freedom from doubt; belief in yourself and your abilities
a feeling of trust (in someone or something)
a state of confident hopefulness that events will be favorable
a trustful relationship
a secret that is confided or entrusted to another
FAQs About the word confidence
εμπιστοσύνη
freedom from doubt; belief in yourself and your abilities, a feeling of trust (in someone or something), a state of confident hopefulness that events will be fa
διαβεβαίωση,Ψυχραιμία,αυτοπεποίθηση,αυτοπεποίθηση,Αυτοπεποίθηση,Αυτοπεποίθηση,ψυχραιμία,Αλαζονεία,Αυταρέσκεια,Εγώ
δυσπιστία,αμφιβολία,ανασφάλεια,ανησυχία,δυσπιστία,έλλειψη αυτοπεποίθησης,αυτοαμφιβολία
confide => εμπιστεύομαι, confidante => εμπίστευμα, confidant => Εμπιστευτικός, confetti => Κονφετί, confessor => εξομολόγος,