Greek Meaning of confidentially
Εμπιστευτικά
Other Greek words related to Εμπιστευτικά
Nearest Words of confidentially
- confidentiality => εμπιστευτικότητα
- confidential information => εμπιστευτικές πληροφορίες
- confidential adviser-advisee relation => Εμπιστευτικός σύμβουλος - σχέση συμβούλου-συμβουλευόμενου
- confidential => εμπιστευτικός
- confident => σίγουρος
- confidence trick => απάτη εμπιστοσύνης
- confidence man => απατεώνας
- confidence game => Παιχνίδι εμπιστοσύνης
- confidence => εμπιστοσύνη
- confide => εμπιστεύομαι
Definitions and Meaning of confidentially in English
confidentially (r)
in a confidential manner
FAQs About the word confidentially
Εμπιστευτικά
in a confidential manner
εγκληματικά,μυστικά,δυο,παρασκήνια,Κρυφά,κεκλεισμένων των θυρών,προς τα μέσα,κατ' ιδίαν
δημόσια,ανοικτά
confidentiality => εμπιστευτικότητα, confidential information => εμπιστευτικές πληροφορίες, confidential adviser-advisee relation => Εμπιστευτικός σύμβουλος - σχέση συμβούλου-συμβουλευόμενου, confidential => εμπιστευτικός, confident => σίγουρος,