Greek Meaning of configurational
διαμορφωτικός
Other Greek words related to διαμορφωτικός
Nearest Words of configurational
- configuration => Ρύθμιση παραμέτρων
- confidingly => εμπιστευτικά
- confiding => Εμπιστοσύνης
- confidently => με αυτοπεποίθηση
- confidentially => Εμπιστευτικά
- confidentiality => εμπιστευτικότητα
- confidential information => εμπιστευτικές πληροφορίες
- confidential adviser-advisee relation => Εμπιστευτικός σύμβουλος - σχέση συμβούλου-συμβουλευόμενου
- confidential => εμπιστευτικός
- confident => σίγουρος
Definitions and Meaning of configurational in English
configurational (a)
of or relating to or characterized by configuration
FAQs About the word configurational
διαμορφωτικός
of or relating to or characterized by configuration
αρχιτεκτονική,πλαίσιο,Δομή,ύφασμα,πλαίσιο,Καδράρισμα,υποδομή,δίκτυο,σχήμα,όστρακο
σύνθεση,υλικό,ερώτηση,Ουσία,πρώτη ύλη,πράγματα
configuration => Ρύθμιση παραμέτρων, confidingly => εμπιστευτικά, confiding => Εμπιστοσύνης, confidently => με αυτοπεποίθηση, confidentially => Εμπιστευτικά,