Greek Meaning of configurational

διαμορφωτικός

Other Greek words related to διαμορφωτικός

Definitions and Meaning of configurational in English

Wordnet

configurational (a)

of or relating to or characterized by configuration

FAQs About the word configurational

διαμορφωτικός

of or relating to or characterized by configuration

αρχιτεκτονική,πλαίσιο,Δομή,ύφασμα,πλαίσιο,Καδράρισμα,υποδομή,δίκτυο,σχήμα,όστρακο

σύνθεση,υλικό,ερώτηση,Ουσία,πρώτη ύλη,πράγματα

configuration => Ρύθμιση παραμέτρων, confidingly => εμπιστευτικά, confiding => Εμπιστοσύνης, confidently => με αυτοπεποίθηση, confidentially => Εμπιστευτικά,