Greek Meaning of confined

περιορισμένος

Other Greek words related to περιορισμένος

Definitions and Meaning of confined in English

Wordnet

confined (a)

not invading healthy tissue

not free to move about

Wordnet

confined (s)

being in captivity

FAQs About the word confined

περιορισμένος

not invading healthy tissue, not free to move about, being in captivity

συλληφθείς,Αιχμάλωτος,αιχμαλωτισμένος,Φυλακισμένος,κρατούμενος,φυλακισμένος,συλληφθεί,πίσω από τα σίδερα,δεμένος,πιάστηκε

δωρεάν,ανεμπόδιστη,ανεξέλεγκτος,παραδόθηκε,ελευθερωμένος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,κυκλοφόρησε,Eγκεκριμένος,υπό όρους απόλυση

confine to => περιορίζει σε, confine => περιορίζω, configured => διαμορφωμένο, configure => διαμόρφωση, configurationism => Διαμόρφωση,