Greek Meaning of enfranchised
Eγκεκριμένος
Other Greek words related to Eγκεκριμένος
- δημοκρατικός
- ενεργοποιημένος
- απελευθερωμένος
- παραδόθηκε
- ελευθερωμένος
- ελεύθερος
- απελευθερωμένος
- απελευθερωμένος
- λυτρωμένος
- κυκλοφόρησε
- Ρεπουμπλικανικός
- ακατάκτητος
- ατύπωτο
- μη επιβλεπόμενος
- αυτόνομος
- δωρεάν
- ελεύθερος
- ανεξάρτητος
- αυτοκυβερνωμένη
- αυτοδιοικούμενο
- αυτοδιοικούμενος
- ξεχωριστό
- κυρίαρχος
- κυρίαρχος
Nearest Words of enfranchised
Definitions and Meaning of enfranchised in English
enfranchised (a)
endowed with the rights of citizenship especially the right to vote
enfranchised (imp. & p. p.)
of Enfranchise
FAQs About the word enfranchised
Eγκεκριμένος
endowed with the rights of citizenship especially the right to voteof Enfranchise
δημοκρατικός,ενεργοποιημένος,απελευθερωμένος,παραδόθηκε,ελευθερωμένος,ελεύθερος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,λυτρωμένος,κυκλοφόρησε
δεμένος,κατακτημένος,εξαρτημένος,Δούλος,μη αυτόνομος,θέμα,υποδουλωμένος,ελεύθερος,Αιχμάλωτος,δεμένος
enfranchise => δικαίωμα ψήφου, enframe => Πλαισιώνω, enfouldred => φλεγόμενος, enform => ενημερώνω, enforcive => εκτελεστός,