Greek Meaning of autonomous
αυτόνομος
Other Greek words related to αυτόνομος
- ανεξάρτητος
- ξεχωριστό
- κυρίαρχος
- δημοκρατικός
- ελεύθερος
- αυτοκυβερνωμένη
- αυτοδιοικούμενο
- κυρίαρχος
- παραδόθηκε
- ελευθερωμένος
- ενεργοποιημένος
- Eγκεκριμένος
- δωρεάν
- ελεύθερος
- απελευθερωμένος
- απελευθερωμένος
- απελευθερωμένος
- λυτρωμένος
- κυκλοφόρησε
- Ρεπουμπλικανικός
- αυτοδιοικούμενος
- ακατάκτητος
- ατύπωτο
- μη επιβλεπόμενος
Nearest Words of autonomous
- autonomic plexus => Αυτόνομο πλέγμα
- autonomic nervous system => Αυτόνομο νευρικό σύστημα
- autonomic ganglion => Αυτόνομο γάγγλιο
- autonomic => αυτόνομος
- autonomasy => αυτονομία
- automysophobia => Αυτόμυσοφοβία
- automotive vehicle => Αυτοκίνητο
- automotive technology => Τεχνολογία αυτοκινήτου
- automotive engineering => Μηχανολογία οχημάτων
- automotive engineer => Μηχανολόγος Μηχανικός Αυτοκινήτων
Definitions and Meaning of autonomous in English
autonomous (s)
(of political bodies) not controlled by outside forces
existing as an independent entity
(of persons) free from external control and constraint in e.g. action and judgment
autonomous (a.)
Independent in government; having the right or power of self-government.
Having independent existence or laws.
FAQs About the word autonomous
αυτόνομος
(of political bodies) not controlled by outside forces, existing as an independent entity, (of persons) free from external control and constraint in e.g. action
ανεξάρτητος,ξεχωριστό,κυρίαρχος,δημοκρατικός,ελεύθερος,αυτοκυβερνωμένη,αυτοδιοικούμενο,κυρίαρχος,παραδόθηκε,ελευθερωμένος
εξαρτημένος,μη αυτόνομος,θέμα,ελεύθερος,δεμένος,Αιχμάλωτος,κατακτημένος,Δούλος,δεμένος,μη αυτοδιοικούμενος
autonomic plexus => Αυτόνομο πλέγμα, autonomic nervous system => Αυτόνομο νευρικό σύστημα, autonomic ganglion => Αυτόνομο γάγγλιο, autonomic => αυτόνομος, autonomasy => αυτονομία,