Greek Meaning of redeemed

λυτρωμένος

Other Greek words related to λυτρωμένος

Definitions and Meaning of redeemed in English

Wordnet

redeemed (s)

saved from the bondage of sin

Webster

redeemed (imp. & p. p.)

of Redeem

FAQs About the word redeemed

λυτρωμένος

saved from the bondage of sinof Redeem

παραδόθηκε,ελευθερωμένος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,κυκλοφόρησε,αυτόνομος,ενεργοποιημένος,Eγκεκριμένος,ελεύθερος

δεμένος,κατακτημένος,εξαρτημένος,Δούλος,θέμα,ελεύθερος,Αιχμάλωτος,δεμένος,μη αυτοδιοικούμενος,μη αυτόνομος

redeemableness => δυνατότητα εξαργύρωσης, redeemable => εξαργυρώσιμος, redeemability => δυνατότητα εξαργύρωσης, redeem => εξαγοράζω, rededication => Επανεγκαίνια,