Greek Meaning of freestanding

ελεύθερος

Other Greek words related to ελεύθερος

Definitions and Meaning of freestanding in English

Wordnet

freestanding (s)

standing apart; not attached to or supported by anything

FAQs About the word freestanding

ελεύθερος

standing apart; not attached to or supported by anything

αποσπασμένος,ξεχωριστό,ανύπαντρος,αποσυνδεδεμένο,δωρεάν,ανεξάρτητος,ιδιωτικό,ανεξάρτητος,μη συνδεδεμένος,άτομο

Επισυναπτόμενος,συνδεδεμένος,προσχώρησε,συνδεδεμένος,γειτονικός

free-spoken => ειλικρινής, free-soil => ελεύθερο έδαφος, freesia => φρέζια, free-reed instrument => Ελεύθερης γλώσσας όργανο, free-reed => Ελεύθερη γλώσσα,