Greek Meaning of unconnected

μη συνδεδεμένος

Other Greek words related to μη συνδεδεμένος

Definitions and Meaning of unconnected in English

Wordnet

unconnected (a)

not joined or linked together

Wordnet

unconnected (s)

not connected by birth or family

lacking orderly continuity

FAQs About the word unconnected

μη συνδεδεμένος

not joined or linked together, not connected by birth or family, lacking orderly continuity

παράλογο,παράξενος/η,μπερδεμένος,συγκεχυμένος,αποσυνδεδεμένο,αποσπασματικός,απογοητευτικός,ασυνεπής,ασυνεπής,ασυνήθιστο

συνεκτικός,συνδεδεμένος,συστηματικός,πειστικός,πειστικός,λογικός,παραγγελθέντα,οργανωμένος,οργανωμένος,πιθανός

uncongeniality => ασυμβατότητα, uncongenial => ασύμβατος, uncongeal => ξεπαγώνω, unconfused => ξεκάθαρο, unconfounded => Ασύγχυτος,