Greek Meaning of muddled

μπερδεμένος

Other Greek words related to μπερδεμένος

Definitions and Meaning of muddled in English

Wordnet

muddled (s)

confused and vague; used especially of thinking

Webster

muddled (imp. & p. p.)

of Muddle

FAQs About the word muddled

μπερδεμένος

confused and vague; used especially of thinkingof Muddle

χαοτικός,ακατάστατο,μπερδεμένος,μπλεγμένος,σκορπισμένα,ακατάστατος,απρόσεκτος,μαυρισμένος,αποδιοργανωμένος,ακατάστατος

αντισηπτικό,προσεκτικός,Καθαρός,καθαρισμένος,Καθαρά,Κροκαλένια,υγιεινός,άμωμος,Καλοχτενισμένος,μεθοδικός

muddle => χάος, muddiness => θολερότητα, muddily => θολά, muddied => θολό, mudder => λασπώδες (laspódes),