Greek Meaning of dingy
μουντός
Other Greek words related to μουντός
- μαυρισμένος
- σκονισμένος
- Βρόμικος
- λασπωμένος
- Λεκιασμένος
- αγκαθωτός
- βρώμικος
- χαοτικός
- κακός
- κουρασμένος
- φάουλ
- λαδερό
- βρώμικος
- βρόμικος
- βρώμικος
- γκράντζι
- ακατάστατος
- χαμηλής ποιότητας
- βρώμικο
- μολυσμένος
- απρόσεκτος
- άσεμνος
- λερωμένος
- βρώμικος
- Ακάθαρτος
- ακάθαρτα
- λερωμένο
- Μολυσμένο
- Befouled = Βεβηλωμένος
- βρώμικος με μούργα
- λερωμένος
- ακατάστατο
- μπερδεμένος
- Μολυσμένος
- βεβηλωμένος
- αποδιοργανωμένος
- ακατάστατος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- γεμάτο βακτήρια
- Ακάθαρτος
- ανθυγιεινός
- μπλεγμένος
- σκορπισμένα
- χάλασε
- μπερδεμένος
- ακατάστατος
- άσεμνος
- τσαλακωμένος
- ατημέλητος
- φθαρμένος
- φτηνός και κακός
- ύπουλος
- ατημέλητος
- καπνώδης
- άθλιος
- μολυσμένος
- ατημέλητος
- μη υγιεινός
- μη αποστειρωμένο
- ακατάστατος
- ακάθαρτος
- κολλώδης
- βρώμικος
- ακαθάριστος
- Μη αποστειρωμένο
- Καθαρός
- καθαρισμένος
- Καθαρά
- σαφής
- άμωμος
- διαυγής
- καθαρός
- Αστραφτερός.
- άψογος
- ανοξείδωτο
- αμόλυντος
- χωρίς λεκέδες
- αμόλυντος
- Εξαιρετικά καθαρός
- χλωριωμένο
- φωτεινό
- Καθαρισμένο
- χτενισμένο
- καλλωπισμένος
- καθαρός
- παραγγελθέντα
- οργανωμένος
- τέλειο
- λαμπερός
- λαμπερά
- Λάμψη
- τακτοποιημένος
- αλώβητος (-η, -ο)
- λευκασμένος
- καθαρισμένος
- άψογος
- Άψογος
- αμόλυντος
- Αμόλυντος
- ακηλίδωτος
- Αμόλυντος
- παρθένος
- υγιεινός
Nearest Words of dingy
- dinichthys => Δινίχθυς
- dining => τραπεζαρία
- dining area => τραπεζαρία
- dining car => Βαγόνι εστιατορίου
- dining companion => συνδαιτημόνας
- dining compartment => Βαγόνι εστίασης
- dining room => τραπεζαρία
- dining room set => Τραπεζαρία σετ
- dining room suite => Τραπεζαρία σουίτα
- dining table => Τραπέζι φαγητού
Definitions and Meaning of dingy in English
dingy (s)
thickly covered with ingrained dirt or soot
(of color) discolored by impurities; not bright and clear
causing dejection
dingy (n.)
Alt. of Dinghy
dingy (superl.)
Soiled; sullied; of a dark or dusky color; dark brown; dirty.
FAQs About the word dingy
μουντός
thickly covered with ingrained dirt or soot, (of color) discolored by impurities; not bright and clear, causing dejectionAlt. of Dinghy, Soiled; sullied; of a d
μαυρισμένος,σκονισμένος,Βρόμικος,λασπωμένος,Λεκιασμένος,αγκαθωτός,βρώμικος,χαοτικός,κακός,κουρασμένος
Καθαρός,καθαρισμένος,Καθαρά,σαφής,άμωμος,διαυγής,καθαρός,Αστραφτερός.,άψογος,ανοξείδωτο
dingthrift => Ντίνγκθριφτ, dingo => Ντίγκο, dingle-dangle => κουδουνίστρα, dingle => Θολούρα, dinging => ήχος καμπάνας,