Greek Meaning of grungy

γκράντζι

Other Greek words related to γκράντζι

Definitions and Meaning of grungy in English

Wordnet

grungy (s)

thickly covered with ingrained dirt or soot

FAQs About the word grungy

γκράντζι

thickly covered with ingrained dirt or soot

μαυρισμένος,σκονισμένος,Βρόμικος,λασπωμένος,βρώμικο,Λεκιασμένος,αγκαθωτός,βρώμικος,χαοτικός,κακός

Καθαρός,καθαρισμένος,Καθαρά,σαφής,άμωμος,καθαρός,καθαρός,Αστραφτερός.,άψογος,ανοξείδωτο

grungily => βρώμικα, grunge => grunge, grundyism => grundyism, grundsel => Ταραξάκο, grundel => γκόμπι,