Greek Meaning of tainted

μολυσμένος

Other Greek words related to μολυσμένος

Definitions and Meaning of tainted in English

Wordnet

tainted (s)

touched by rot or decay

Webster

tainted (imp. & p. p.)

of Taint

FAQs About the word tainted

μολυσμένος

touched by rot or decayof Taint

Νοθευμένο,μικτός,Μολυσμένος,Αραίωση,αραιωμένο,μικτός,μολυσμένος,αραιωμένος,κράμα,συνδυασμένος

συμπυκνωμένος,φιλτραρισμένο,καλό,απλός,καθαρός,εκλεπτυσμένος,ατόφιος,απαύστως,αμόλυντος,ατόφιο

taint => κηλίδα, tain => Σύκο, taimyr peninsula => Χερσόνησος Ταΐμιρ, tailzie => ουραγός, tailwort => ιππουρίς,