FAQs About the word intermixed

ανάμικτος

to become mixed together, to mix together

λειωμένος,ενσωματωμένο,αλληλένδετος,αλληλένδετος,διαπλεκόμενος,μικτός,Coalescent,συνδυασμένος,μικτός,αναμεμιγμένα

απλός,ανάμικτος,Μη σύνθετο,ασύνδετος

intermissions => διαλείμματα, intermingling => ανάμειξη, intermingled => αναμεμειγμένος, intermeshing => αλληλοεμπλοκή, intermeshes => εμπλέκει,