Greek Meaning of combined

συνδυασμένος

Other Greek words related to συνδυασμένος

Definitions and Meaning of combined in English

Wordnet

combined (a)

made or joined or united into one

FAQs About the word combined

συνδυασμένος

made or joined or united into one

συνεργατικός,συλλογικός,άρθρωση,αμοιβαίος,κοινός,κοινοτικός,συντονισμένος,κοινό,συνεταιρισμός,πολλαπλές

αποκλειστικός,άτομο,ένας άντρας,προσωπικός,ιδιωτικό,διάφορα,ανύπαντρος,Μόνος,μοναχικός,μονόπλευρη

combine => συνδυάζω, combinatory => συνδυαστικός, combinatorial => συνδυαστικός, combinative => Συνδυαστικός, combinational => συνδυαστικός,