Greek Meaning of communal
κοινοτικός
Other Greek words related to κοινοτικός
Nearest Words of communal
- commove => συγκινώ
- commotion => αναστάτωση
- commonwealth of the bahamas => Μπαχάμες
- commonwealth of puerto rico => Κοινοπολιτεία του Πουέρτο Ρίκο
- commonwealth of nations => Κοινοπολιτεία
- commonwealth of independent states => Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών
- commonwealth of dominica => Κοινοπολιτεία της Δομινίκας
- commonwealth of australia => Η Αυστραλιανή Κοινοπολιτεία
- commonwealth day => Ημέρα της Κοινοπολιτείας
- commonwealth country => Χώρα της Κοινοπολιτείας
Definitions and Meaning of communal in English
communal (s)
for or by a group rather than individuals
communal (a)
relating to a small administrative district or community
FAQs About the word communal
κοινοτικός
for or by a group rather than individuals, relating to a small administrative district or community
συνεργατικός,συλλογικός,συνδυασμένος,άρθρωση,αμοιβαίος,κοινός,συντονισμένος,κοινό,συνεταιρισμός,πολλαπλές
αποκλειστικός,άτομο,ένας άντρας,προσωπικός,ιδιωτικό,ανύπαντρος,Μόνος,μοναχικός,μονόπλευρη,ανεξάρτητος
commove => συγκινώ, commotion => αναστάτωση, commonwealth of the bahamas => Μπαχάμες, commonwealth of puerto rico => Κοινοπολιτεία του Πουέρτο Ρίκο, commonwealth of nations => Κοινοπολιτεία,