Greek Meaning of communicable

μεταδοτικός

Other Greek words related to μεταδοτικός

Definitions and Meaning of communicable in English

Wordnet

communicable (s)

(of disease) capable of being transmitted by infection

readily communicated

FAQs About the word communicable

μεταδοτικός

(of disease) capable of being transmitted by infection, readily communicated

μεταδοτικός,μολυσματικός,μεταδοτικός,αλίευση,μεταδοτικός,μεταδοτικός,λοιμώδης

μη μεταδοτικός,μη μολυσματικός

commune => κοινότητα, communally => κοινοτικά, communalize => Κοινοτικοποιώ, communalism => Κοινοτισμός, communalise => κομουνιστής,