Greek Meaning of infective
μολυσματικός
Other Greek words related to μολυσματικός
Nearest Words of infective
- infectiousness => λοιμογόνοτητα
- infectiously => μολυσματικά
- infectious polyneuritis => Λοιμώδης πολυνευρίτιδα
- infectious mononucleosis => Μονοπυρήνωση
- infectious hepatitis => Λοιμώδης ηπατίτιδα
- infectious disease => Λοιμώδης νόσος
- infectious agent => μολυσματικός παράγοντας
- infectious => μεταδοτικός
- infection => Λοίμωξη
- infecting => μολυσματικός
Definitions and Meaning of infective in English
infective (s)
able to cause disease
caused by infection or capable of causing infection
infective (a.)
Infectious.
FAQs About the word infective
μολυσματικός
able to cause disease, caused by infection or capable of causing infectionInfectious.
μεταδοτικός,μεταδοτικός,μεταδοτικός,μεταδοτικός,αλίευση,μεταδοτικός
μη μολυσματικός,μη μεταδοτικός
infectiousness => λοιμογόνοτητα, infectiously => μολυσματικά, infectious polyneuritis => Λοιμώδης πολυνευρίτιδα, infectious mononucleosis => Μονοπυρήνωση, infectious hepatitis => Λοιμώδης ηπατίτιδα,