Greek Meaning of transmissible
μεταδοτικός
Other Greek words related to μεταδοτικός
Nearest Words of transmissible
- transmission => μετάδοση
- transmission channel => Κανάλι μετάδοσης
- transmission control protocol => Πρωτόκολλο ελέγχου μετάδοσης
- internet protocol => Πρωτόκολλο Διαδικτύου
- transmission density => Πυκνότητα μετάδοσης
- transmission dynamometer => Δυναμόμετρο μετάδοσης κίνησης
- transmission line => Γραμμή μεταφοράς
- transmission mechanism => μηχανισμός μετάδοσης
- transmission shaft => Άξονας μετάδοσης
- transmission system => Σύστημα μετάδοσης
Definitions and Meaning of transmissible in English
transmissible (s)
(of disease) capable of being transmitted by infection
occurring among members of a family usually by heredity
inherited or inheritable by established rules (usually legal rules) of descent
transmissible (a.)
Capable of being transmitted from one to another; capable of being passed through any body or substance.
FAQs About the word transmissible
μεταδοτικός
(of disease) capable of being transmitted by infection, occurring among members of a family usually by heredity, inherited or inheritable by established rules (
μεταδοτικός,μεταδοτικός,μολυσματικός,αλίευση,μεταδοτικός,μεταδοτικός,λοιμώδης
μη μεταδοτικός,μη μολυσματικός
transmissibility => μεταδοτικότητα, transmigratory => μεταναστευτικό, transmigrator => μετενσαρκωτής, transmigration => μετενσάρκωση, transmigrating => μετεμψύχωση,