Greek Meaning of communally

κοινοτικά

Other Greek words related to κοινοτικά

Definitions and Meaning of communally in English

Wordnet

communally (r)

by a group of people rather than an individual

FAQs About the word communally

κοινοτικά

by a group of people rather than an individual

συνεργατικός,συλλογικός,συνδυασμένος,άρθρωση,αμοιβαίος,κοινός,συντονισμένος,κοινό,συνεταιρισμός,πολλαπλές

αποκλειστικός,άτομο,ένας άντρας,προσωπικός,ιδιωτικό,ανύπαντρος,Μόνος,μοναχικός,μονόπλευρη,ανεξάρτητος

communalize => Κοινοτικοποιώ, communalism => Κοινοτισμός, communalise => κομουνιστής, communal => κοινοτικός, commove => συγκινώ,