Greek Meaning of common
κοινός
Other Greek words related to κοινός
- συνηθισμένος
- γνώριμος
- συχνός
- Νοικοκυριό
- συνηθισμένος
- πανταχού παρών
- συνήθης
- Κοινό ή κήπος
- κάθε μέρα
- συνηθισμένος
- γενικός
- φυσιολογικός
- δημοφιλής
- επικρατούσας
- διαδεδομένος
- καθημερινό
- ρουτίνα
- πρότυπο
- μια δεκάρα η δωδεκάδα
- αδιάκοπος
- σταθερά
- συνεχής
- συνεχής
- ενδημικός
- αδιάκοπος
- Υποχρεωτικό
- Υποχρεωτικός
- πολυετής
- εξάπλωση
- επαναλαμβανόμενο
- τακτικός
- Επαναλαμβανόμενος
- αδιάκοπος
- καθολικός
Nearest Words of common
- commodore vanderbilt => Commodore Vanderbilt
- commodore perry => Γιοσικάν Πέρι
- commodore john barry bridge => Γέφυρα Αντιπλοιάρχου Τζον Μπάρι
- commodore => αντισυνταγματάρχης
- commodity exchange => χρηματιστήριο εμπορευμάτων
- commodity brokerage => Διαμεσολάβηση εμπορευμάτων
- commodity => εμπόρευμα
- commodities market => Αγορά εμπορευμάτων
- commodities exchange => Χρηματιστήριο εμπορευμάτων
- commodiousness => ευρυχωρία
- common ageratum => Αγέρατο
- common allamanda => Αλαμάντα η κοινή
- common american shad => Αμερικάνικο σάλα
- common amsinckia => Ευβοή
- common apricot => Βερίκοκο
- common arrowhead => Κοινή ακίδα βέλους
- common ax => κοινή αξίνα
- common axe => κοινό τσεκούρι
- common bamboo => Μπαμπού
- common barberry => Αγριοβερίκοκο
Definitions and Meaning of common in English
common (n)
a piece of open land for recreational use in an urban area
common (a)
belonging to or participated in by a community as a whole; public
having no special distinction or quality; widely known or commonly encountered; average or ordinary or usual
common (s)
common to or shared by two or more parties
commonly encountered
being or characteristic of or appropriate to everyday language
of or associated with the great masses of people
of low or inferior quality or value
lacking refinement or cultivation or taste
to be expected; standard
FAQs About the word common
κοινός
a piece of open land for recreational use in an urban area, belonging to or participated in by a community as a whole; public, having no special distinction or
συνηθισμένος,γνώριμος,συχνός,Νοικοκυριό,συνηθισμένος,πανταχού παρών,συνήθης,Κοινό ή κήπος,κάθε μέρα,συνηθισμένος
εξαιρετικός,σπάνιος,σπάνιος,σπάνια,ασυνήθιστος,άγνωστο,ασυνήθιστο,μη φυσιολογικός,περιστασιακός,αφύσικος
commodore vanderbilt => Commodore Vanderbilt, commodore perry => Γιοσικάν Πέρι, commodore john barry bridge => Γέφυρα Αντιπλοιάρχου Τζον Μπάρι, commodore => αντισυνταγματάρχης, commodity exchange => χρηματιστήριο εμπορευμάτων,