Greek Meaning of prevailing
επικρατούσας
Other Greek words related to επικρατούσας
Nearest Words of prevailing
Definitions and Meaning of prevailing in English
prevailing (s)
most frequent or common
FAQs About the word prevailing
επικρατούσας
most frequent or common
συμβατικός,τρέχων,συνήθης,διαδεδομένος,συνήθης,μέσος,πηγαίνω,φυσιολογικός,δημοφιλής,πρότυπο
ασυνήθιστο,μη φυσιολογικός,Εξαιρετικός.,εξαιρετικός,μη τυπικός,ασυνήθιστος,μη συμβατικό,αντιδημοφιλής
prevail => επικρατεί, prevacid => Πρεβασίδ, preussen => Πρωσία, pretzel => Μπρέτσελ, pretty-pretty => όμορφο-όμορφο,