Greek Meaning of current
τρέχων
Other Greek words related to τρέχων
Nearest Words of current
- current account => τρεχούμενος λογαριασμός
- current assets => Τρέχοντα περιουσιακά στοιχεία
- current electricity => ηλεκτρικό ρεύμα
- current intelligence => Τρέχουσα πληροφορία
- current of air => Ρεύμα αέρα
- current unit => Τρέχουσα μονάδα
- currently => επί του παρόντος
- currentness => επικαιρότητα
- currer bell => Κάρρερ Μπελ
- curricular => σχολικός
Definitions and Meaning of current in English
current (n)
a flow of electricity through a conductor
a steady flow of a fluid (usually from natural causes)
dominant course (suggestive of running water) of successive events or ideas
current (a)
occurring in or belonging to the present time
FAQs About the word current
τρέχων
a flow of electricity through a conductor, a steady flow of a fluid (usually from natural causes), dominant course (suggestive of running water) of successive e
συμβατικός,συνήθης,επικρατούσας,πρότυπο,συνήθης,μέσος,πηγαίνω,φυσιολογικός,δημοφιλής,διαδεδομένος
ασυνήθιστο,μη φυσιολογικός,Εξαιρετικός.,εξαιρετικός,μη τυπικός,ασυνήθιστος,μη συμβατικό,αντιδημοφιλής
currency => Νόμισμα, currawong => Κουρούκα, currant bush => Σταφιδόδεντρο, currant => Σταφίδα, currajong => -,