Greek Meaning of currently

επί του παρόντος

Other Greek words related to επί του παρόντος

Definitions and Meaning of currently in English

Wordnet

currently (r)

at this time or period; now

FAQs About the word currently

επί του παρόντος

at this time or period; now

πλέον,τώρα,σήμερα,προς το παρόν,εδώ,σήμερα,αυτή τη στιγμή,αυτή τη στιγμή,επί του παρόντος

πριν,μακριά,παλαιότερα,μακρύς,μία φορά,τότε,μακριά,μέχρι τώρα,προηγουμένως,πριν

current unit => Τρέχουσα μονάδα, current of air => Ρεύμα αέρα, current intelligence => Τρέχουσα πληροφορία, current electricity => ηλεκτρικό ρεύμα, current assets => Τρέχοντα περιουσιακά στοιχεία,